Давать на греческом языке
Перевод: давать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παρέχω, χορήγηση, νοικιάζω, παροχή, αυτόγραφο, πληροφορώ, παραδίνω, παρουσιάζω, συστέλλω, παραχωρώ, λουφές, προσκομίζω, επιτρέπω, μεταβιβάζω, παράγω, προνοώ, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: давать
давать синоним, давать деньги во сне, давать ли соску, давать милостыню во сне, давать ли воду при гв, давать словарь иностранных слов греческий, давать на греческом языке
Переводы
- гюйс на греческом языке - γρύλος, Jack, ο Jack, του Jack, γρύλο
- гюйс-шток на греческом языке - Jack, υποδοχή, ο Jack, του Jack, γρύλο
- даваться на греческом языке - αφήνω, επιτρέπω, δεδομένου, δεδομένο, δεδομένης, δεδομένη, δίνεται
- давеча на греческом языке - πρόσφατα, σήμερα το πρωί, το πρωί, αυτό το πρωί
Случайные слова
Давать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παρέχω, χορήγηση, νοικιάζω, παροχή, αυτόγραφο, πληροφορώ, παραδίνω, παρουσιάζω, συστέλλω, παραχωρώ, λουφές, προσκομίζω, επιτρέπω, μεταβιβάζω, παράγω, προνοώ, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Переводы: παρέχω, χορήγηση, νοικιάζω, παροχή, αυτόγραφο, πληροφορώ, παραδίνω, παρουσιάζω, συστέλλω, παραχωρώ, λουφές, προσκομίζω, επιτρέπω, μεταβιβάζω, παράγω, προνοώ, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να