Деспотический на греческом языке
Перевод: деспотический, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δεσποτικός, αυθαίρετος, καταπιεστικός, αδέξιος, αυτοκρατορικός, αυταρχικός, δεσποτική, δεσποτικό, δεσποτικές
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: деспотический
деспотический режим, деспотический изначальный алмаз, деспотический режим синоним, деспотический режим это, деспотический метод, деспотический словарь иностранных слов греческий, деспотический на греческом языке
Переводы
- деспот на греческом языке - κούρσα, δεσποτικός, αυτοκράτορας, δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, ...
- деспотизм на греческом языке - τυραννία, δεσποτισμός, δεσποτισμό, δεσποτισμού, το δεσποτισμό, δεσποτεία
- деспотия на греческом языке - δεσποτισμός, δεσποτισμό, δεσποτισμού, το δεσποτισμό, δεσποτεία
- дестабилизировать на греческом языке - αποσταθεροποιήσει, αποσταθεροποιούν, αποσταθεροποιήσουν, αποσταθεροποιεί, αποσταθεροποίηση
Случайные слова
Деспотический на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δεσποτικός, αυθαίρετος, καταπιεστικός, αδέξιος, αυτοκρατορικός, αυταρχικός, δεσποτική, δεσποτικό, δεσποτικές
Переводы: δεσποτικός, αυθαίρετος, καταπιεστικός, αδέξιος, αυτοκρατορικός, αυταρχικός, δεσποτική, δεσποτικό, δεσποτικές