Добавочный на греческом языке
Перевод: добавочный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
επιπρόσθετος, μονός, βοηθητικός, περαιτέρω, παρείσακτος, δεύτερος, δευτερόλεπτο, επικουρικός, μακρύτερος, υποβοηθητικός, τυχαίος, πρόσθετος, δεύτερον, συμπληρωματικός, παραπέρα, δευτερεύων, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, πρόσθετων
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: добавочный
добавочный резистор, добавочный скелет, добавочный нерв, добавочный проток поджелудочной железы, добавочный капитал, добавочный словарь иностранных слов греческий, добавочный на греческом языке
Переводы
- добавлять на греческом языке - προσθέτω, συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συνδέω, αυξάνω, επισυνάπτω, περικλείω, ...
- добавляться на греческом языке - προστίθεμαι, αυξάνω, προκύπτω, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθενται, προστίθεται, ...
- добегать на греческом языке - φτάνω, τρέχω, Εισχωρεί, φτάνει, φθάσει, φθάνει, φτάσει
- добивать на греческом языке - σκοτώνω, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση
Случайные слова
Добавочный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: επιπρόσθετος, μονός, βοηθητικός, περαιτέρω, παρείσακτος, δεύτερος, δευτερόλεπτο, επικουρικός, μακρύτερος, υποβοηθητικός, τυχαίος, πρόσθετος, δεύτερον, συμπληρωματικός, παραπέρα, δευτερεύων, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, πρόσθετων
Переводы: επιπρόσθετος, μονός, βοηθητικός, περαιτέρω, παρείσακτος, δεύτερος, δευτερόλεπτο, επικουρικός, μακρύτερος, υποβοηθητικός, τυχαίος, πρόσθετος, δεύτερον, συμπληρωματικός, παραπέρα, δευτερεύων, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, πρόσθετων