Довершить на греческом языке
Перевод: довершить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
τελειώνω, τερματισμός, ολόκληρος, τέλος, ολοκληρώνω, περατώνω, για να ολοκληρωθεί, να ολοκληρωθεί, να ολοκληρώσει, να ολοκληρώσετε, για την ολοκλήρωση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: довершить
довершить словарь иностранных слов греческий, довершить на греческом языке
Переводы
- довершать на греческом языке - τελείωμα, τερματισμός, τελειώνω, ολοκληρώνω, ολόκληρος, ολοκλήρωση, τέλος, ...
- довершение на греческом языке - τελείωμα, ολοκλήρωση, κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
- доверять на греческом языке - εμπιστοσύνη, αναθέτω, έχω, διαπιστεύω, πιστεύω, εξουσιοδοτώ, έχε, ...
- доверяться на греческом языке - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
Случайные слова
Довершить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: τελειώνω, τερματισμός, ολόκληρος, τέλος, ολοκληρώνω, περατώνω, για να ολοκληρωθεί, να ολοκληρωθεί, να ολοκληρώσει, να ολοκληρώσετε, για την ολοκλήρωση
Переводы: τελειώνω, τερματισμός, ολόκληρος, τέλος, ολοκληρώνω, περατώνω, για να ολοκληρωθεί, να ολοκληρωθεί, να ολοκληρώσει, να ολοκληρώσετε, για την ολοκλήρωση