Довод на греческом языке
Перевод: довод, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
υπεράσπιση, υποταγή, δήλωση, έκκληση, λογομαχία, κατάσταση, αιτιολογία, επιχείρημα, αιτία, λόγος, διαφωνία, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: довод
довод в споре, довод викисловарь, довод это, довод в споре 8 букв, довод значение слова, довод словарь иностранных слов греческий, довод на греческом языке
Переводы
- довесок на греческом языке - αντίβαρο, makeweight
- довести на греческом языке - αποδεικνύω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
- доводить на греческом языке - διαφωνώ, αιτία, παφλάζω, γόνατα, διαπληκτίζομαι, λόγος, αιτιολογία, ...
- доводиться на греческом языке - έχε, έχω, κοινοποιούνται, ανακοινώνονται, γνωστοποιούνται, κοινοποιείται, ανακοινώνεται
Случайные слова
Довод на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: υπεράσπιση, υποταγή, δήλωση, έκκληση, λογομαχία, κατάσταση, αιτιολογία, επιχείρημα, αιτία, λόγος, διαφωνία, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη
Переводы: υπεράσπιση, υποταγή, δήλωση, έκκληση, λογομαχία, κατάσταση, αιτιολογία, επιχείρημα, αιτία, λόγος, διαφωνία, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη