Дозаправиться на греческом языке
Перевод: дозаправиться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού
Другие языки
Родственные слова: дозаправиться
дозаправиться словарь иностранных слов греческий, дозаправиться на греческом языке
Переводы
- дожидаться на греческом языке - διαμένω, περιμένω, προλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, φαίνομαι, προσδοκώ, εμφάνιση, ...
- доза на греческом языке - κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, δοσολογία, βύθισμα, δόση, δόσης, ...
- дозаправка на греческом языке - ανεφοδιασμός με καύσιμα, ανεφοδιασμού, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού καυσίμων, τον ανεφοδιασμό
- дозаправляться на греческом языке - εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού
Случайные слова
Дозаправиться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού
Переводы: εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού