Доказательство на греческом языке

Перевод: доказательство, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
μαρτυρώ, κλειδί, διαφωνία, απόδειξη, μαρτυρία, μάρτυρας, ίχνος, δήλωση, αποδείξεις, κατάθεση, στοιχεία, επίδειξη, περιστατικό, πειστήριο, διαδήλωση, βαλίτσα, απόδειξης, αποδείξεως, την απόδειξη
Доказательство на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: доказательство

доказательство бога, доказательство канта, доказательство существования бога, доказательство фильм, доказательство теоремы ферма, доказательство словарь иностранных слов греческий, доказательство на греческом языке

Переводы

  • доказанным на греческом языке - αποδεδειγμένη, αποδειχθεί, αποδεδειγμένα, αποδεικνύεται, αποδείξει
  • доказательный на греческом языке - αποδεικτική, αποδεικτικής, αποδεικτικό, αποδείξεως, αποδεικτικών
  • доказать на греческом языке - δείχνω, ιδρύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, ...
  • доказуемый на греческом языке - ευαπόδεικτος, αποδείξιμοι, αποδείξιμη, αποδείξιμες, αποδείξιμα
Случайные слова
Доказательство на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: μαρτυρώ, κλειδί, διαφωνία, απόδειξη, μαρτυρία, μάρτυρας, ίχνος, δήλωση, αποδείξεις, κατάθεση, στοιχεία, επίδειξη, περιστατικό, πειστήριο, διαδήλωση, βαλίτσα, απόδειξης, αποδείξεως, την απόδειξη