Докучать на греческом языке
Перевод: докучать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
τριβελίζω, επεμβαίνω, ενοχλώ, παρεμβαίνω, πανώλης, κόπος, σκοτίζομαι, ξεμπλέκω, ενοχλούμαι, καταδιώκω, πειράζω, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: докучать
докучать перевод, докучать тебе, докучать значение слова, докучать это, докучать означает, докучать словарь иностранных слов греческий, докучать на греческом языке
Переводы
- документация на греческом языке - φύλλο δεδομένων, δελτίο δεδομένων, δελτίου δεδομένων, δελτίο, το δελτίο δεδομένων
- документировать на греческом языке - έγγραφο, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που
- докучливость на греческом языке - ενοχλητικός, ενοχλητική, ενοχλητικές, ενοχλητικό, ενοχλητικά
- докучливый на греческом языке - δυσάρεστος, φορτικός, ενοχλητικός, ενοχλητική, ενοχλητικές, ενοχλητικό, ενοχλητικά
Случайные слова
Докучать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: τριβελίζω, επεμβαίνω, ενοχλώ, παρεμβαίνω, πανώλης, κόπος, σκοτίζομαι, ξεμπλέκω, ενοχλούμαι, καταδιώκω, πειράζω, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
Переводы: τριβελίζω, επεμβαίνω, ενοχλώ, παρεμβαίνω, πανώλης, κόπος, σκοτίζομαι, ξεμπλέκω, ενοχλούμαι, καταδιώκω, πειράζω, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο