Допрос на греческом языке
Перевод: допрос, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανακριτικός, ανάκριση, ερώτημα, ανακρίνω, διεργασία, ερώτηση, εξέταση, ζήτημα, εξέτασης, την εξέταση, εξετάσεως, εξετάσεις
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: допрос
допрос джокера, допрос свидетеля, допрос с пристрастием, допрос несовершеннолетнего свидетеля, допрос несовершеннолетнего, допрос словарь иностранных слов греческий, допрос на греческом языке
Переводы
- допотопный на греческом языке - πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, προκατακλυσμιαίος, προκατακλυσμιαίο, προκατακλυσμιαία, προκατακλυσμιαίους, απηρχαιωμένες
- допрашивать на греческом языке - ζήτημα, εξετάζω, ερώτημα, ερώτηση, ανακρίνω, λόγω, εν λόγω
- допросить на греческом языке - ερώτηση, ανακρίνω, ζήτημα, ερώτημα, ανακρίνουν, ανακρίνει, να ανακρίνουν, ...
- допуск на греческом языке - πρόσβαση, αντοχή, παραδοχή, ανεκτικότητα, στενά, κυκλοφορώ, άδεια, ...
Случайные слова
Допрос на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανακριτικός, ανάκριση, ερώτημα, ανακρίνω, διεργασία, ερώτηση, εξέταση, ζήτημα, εξέτασης, την εξέταση, εξετάσεως, εξετάσεις
Переводы: ανακριτικός, ανάκριση, ερώτημα, ανακρίνω, διεργασία, ερώτηση, εξέταση, ζήτημα, εξέτασης, την εξέταση, εξετάσεως, εξετάσεις