Дрянной на греческом языке
Перевод: дрянной, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σαπισμένος, σαθρός, άχρηστος, πενιχρός, παραδόπιστος, εννοώ, σαπρός, σημαίνω, καημένος, χάλια, ελεεινός, τσιγκούνης, φτωχός, σκάρτο, πορνογραφικά, trashy, να βρει κρυφούς
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: дрянной
дрянной характер, дрянной это, дрянной поэт, дрянной девчонки, дрянной поэт кроссворд, дрянной словарь иностранных слов греческий, дрянной на греческом языке
Переводы
- дряблый на греческом языке - μπόσικος, χαλαρός, αργοκίνητος, λάσκος, πλαδαρός, κουτσαίνω, πλαδαρό, ...
- дрязги на греческом языке - διαφωνίες, λογομαχίες, καυγάδες, διαμάχες, διαμαχών
- дрянь на греческом языке - κουνάβι, βόρβορος, βρομιά, πατσάς, κοπριά, σκουπίδια, απορριμμάτων, ...
- дряхлеть на греческом языке - γίνομαι, αρμόζω, μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αναπτύσσονται, αυξηθεί
Случайные слова
Дрянной на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σαπισμένος, σαθρός, άχρηστος, πενιχρός, παραδόπιστος, εννοώ, σαπρός, σημαίνω, καημένος, χάλια, ελεεινός, τσιγκούνης, φτωχός, σκάρτο, πορνογραφικά, trashy, να βρει κρυφούς
Переводы: σαπισμένος, σαθρός, άχρηστος, πενιχρός, παραδόπιστος, εννοώ, σαπρός, σημαίνω, καημένος, χάλια, ελεεινός, τσιγκούνης, φτωχός, σκάρτο, πορνογραφικά, trashy, να βρει κρυφούς