Заведовать на греческом языке
Перевод: заведовать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, εποπτεύω, επιβλέπω, εγχειρίζω, λειτουργώ, διευθύνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: заведовать
заведовать проповедовать исповедовать, заведовать или заведовать, заведовать суффикс, заведовать википедия, заведовать викисловарь, заведовать словарь иностранных слов греческий, заведовать на греческом языке
Переводы
- заведение на греческом языке - θεσμός, οίκος, ίδρυμα, στοιχηματίζω, στοίχημα, υποθήκη, θεσπίζω, ...
- заведование на греческом языке - χειραγωγία, διαγωγή, επιτήρηση, διεξάγω, επίβλεψη, συμπεριφορά, ηγετικός, ...
- заведомо на греческом языке - ασφαλώς, μπρος, επίτηδες, σκόπιμα, εμφανώς, βέβαια, συνειδητά, ...
- заведомый на греческом языке - εξοικειωμένος, διάσημος, λαϊκός, γνωστό, περιβόητος, δημοφιλής, διαβόητος, ...
Случайные слова
Заведовать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, εποπτεύω, επιβλέπω, εγχειρίζω, λειτουργώ, διευθύνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Переводы: καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, εποπτεύω, επιβλέπω, εγχειρίζω, λειτουργώ, διευθύνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε