Завершить на греческом языке
Перевод: завершить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κολλητός, ολοκληρώνω, επιτυγχάνω, τέλος, καταφέρω, κοντά, φέρνω, συμπεραίνω, περατώνω, καταλήγω, πνιγηρός, συμπεραίνομαι, τελειώνω, πραγματοποιώ, τερματισμός, αποπνιχτικός, καταλήγουν, καταλήξουν, καταλήξετε, καταλήξουμε, καταλήγουν να
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: завершить
завершить квест скайрим, завершить процесс cmd, завершить историю трейлер, завершить в топ-5 в мастере оружия, завершить определения поставщика, завершить словарь иностранных слов греческий, завершить на греческом языке
Переводы
- завершенность на греческом языке - ωριμότητα, πληρότητα, πληρότητας, την πληρότητα, η πληρότητα, της πληρότητας
- завершенный на греческом языке - ολόκληρος, ολοκληρώνω, περατώνω, ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωσε, ...
- завершиться на греческом языке - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωσε, ...
- заверять на греческом языке - ξεχωρίζω, διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, πιστοποιώ, επικυρώνω, λέω, αφηγούμαι, ...
Случайные слова
Завершить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κολλητός, ολοκληρώνω, επιτυγχάνω, τέλος, καταφέρω, κοντά, φέρνω, συμπεραίνω, περατώνω, καταλήγω, πνιγηρός, συμπεραίνομαι, τελειώνω, πραγματοποιώ, τερματισμός, αποπνιχτικός, καταλήγουν, καταλήξουν, καταλήξετε, καταλήξουμε, καταλήγουν να
Переводы: κολλητός, ολοκληρώνω, επιτυγχάνω, τέλος, καταφέρω, κοντά, φέρνω, συμπεραίνω, περατώνω, καταλήγω, πνιγηρός, συμπεραίνομαι, τελειώνω, πραγματοποιώ, τερματισμός, αποπνιχτικός, καταλήγουν, καταλήξουν, καταλήξετε, καταλήξουμε, καταλήγουν να