Закаливать на греческом языке
Перевод: закаливать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σκληραίνω, περίοδο, νοστιμίζω, καταψύχω, περίοδος, σβήνω, οργή, ρίγος, διάθεση, παγερός, ανατριχίλα, μετριάζω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: закаливать
закаливать детей, как закаливать новорожденного, закаливать или закалять, закаливать рассаду, закаливать горло, закаливать словарь иностранных слов греческий, закаливать на греческом языке
Переводы
- закаленность на греческом языке - επιμονή, εμμονή, αντοχή, παραμονή δύναμη, η αντοχή, την παραμονή δύναμη, μένοντας δύναμη
- закаленный на греческом языке - ωριμασμένο, καρυκεύματα, έμπειρος, έμπειρο, καρυκευμένο
- закалить на греческом языке - σκληραίνω, περίοδο, διάθεση, περίοδος, νοστιμίζω, μετριάζω, οργή, ...
- закалка на греческом языке - προπονούμενος, προπόνηση, εκπαίδευση, σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, σκληρύνσεως, ...
Случайные слова
Закаливать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σκληραίνω, περίοδο, νοστιμίζω, καταψύχω, περίοδος, σβήνω, οργή, ρίγος, διάθεση, παγερός, ανατριχίλα, μετριάζω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Переводы: σκληραίνω, περίοδο, νοστιμίζω, καταψύχω, περίοδος, σβήνω, οργή, ρίγος, διάθεση, παγερός, ανατριχίλα, μετριάζω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει