Закономерный на греческом языке
Перевод: закономерный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
οικειοποιούμαι, κατάλληλος, ομαλός, τακτικός, σφετερίζομαι, λογικός, λογική, λογικό, λογικές, λογικής
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: закономерный
закономерный процесс экономического усиления, закономерный антоним, закономерный процесс, закономерный способ образования, закономерный синонимы, закономерный словарь иностранных слов греческий, закономерный на греческом языке
Переводы
- законодательствовать на греческом языке - νομοθετεί, νομοθετήσει, νομοθετούν, νομοθετήσουν, νομοθετούμε
- закономерность на греческом языке - νομιμότητα, σχέδιο, τακτικότητα, κανονικότητα, την κανονικότητα, κανονικότητας, της κανονικότητας
- законопачивать на греческом языке - καλαφατίζω, zakonopachivat
- законоположение на греческом языке - ρύθμιση, κανονισμός, νόμος, καταστατικό, καταστατικού, το καταστατικό, καταστατικό της
Случайные слова
Закономерный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: οικειοποιούμαι, κατάλληλος, ομαλός, τακτικός, σφετερίζομαι, λογικός, λογική, λογικό, λογικές, λογικής
Переводы: οικειοποιούμαι, κατάλληλος, ομαλός, τακτικός, σφετερίζομαι, λογικός, λογική, λογικό, λογικές, λογικής