Законтрактовать на греческом языке
Перевод: законтрактовать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εξαναγκάζω, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, φτιάχνω, κάνω, συστέλλομαι, κατασκευάζω, να συρρικνωθεί, να συνάπτει, να συμβληθούν, να συνάπτει συμβάσεις, να συνάπτουν συμβάσεις
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: законтрактовать
законтрактовать это, законтрактовать словарь иностранных слов греческий, законтрактовать на греческом языке
Переводы
- законсервировать на греческом языке - διατηρώ, συσκευάζω, πακέτο, τράπουλα, συντηρώ, κατακλύζω, διασώζω, ...
- законспирированный на греческом языке - συνωμοτικός, συνωμοτική, συνωμοτικό, συνωμοτικές, συνωμοτικά
- законченность на греческом языке - τερματισμός, τελειοποίηση, τελειώνω, περατώνω, τέλος, πληρότητα, πληρότητας, ...
- законченный на греческом языке - ολόκληρος, περατώνω, τέλειος, τελειοποιώ, ολοκληρώνω, τελικού, τελικό, ...
Случайные слова
Законтрактовать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εξαναγκάζω, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, φτιάχνω, κάνω, συστέλλομαι, κατασκευάζω, να συρρικνωθεί, να συνάπτει, να συμβληθούν, να συνάπτει συμβάσεις, να συνάπτουν συμβάσεις
Переводы: εξαναγκάζω, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, φτιάχνω, κάνω, συστέλλομαι, κατασκευάζω, να συρρικνωθεί, να συνάπτει, να συμβληθούν, να συνάπτει συμβάσεις, να συνάπτουν συμβάσεις