Замещать на греческом языке
Перевод: замещать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παροχή, χορήγηση, υποκαθιστώ, παρέχω, προμήθεια, αναπληρωματικός, αναπληρώνω, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: замещать
заметить синонимы, замещать или занимать, замещать английский, замещать словарь, занимать синонимы, замещать словарь иностранных слов греческий, замещать на греческом языке
Переводы
- замешкаться на греческом языке - χρονοτριβώ, διαμένω, καθυστερώ, βραδυπορώ, επιμένω, αργοπορώ, Linger, ...
- замещаемый на греческом языке - να αντικατασταθούν, μπορούν να αντικατασταθούν, αντικαταστάσιμες, αντικαταστάσιμο
- замещение на греческом языке - αλλάζω, χορταστικός, αντικαταστάτης, εκτόπισμα, διακόπτης, γέμισμα, μετατόπιση, ...
- замигать на греческом языке - αρχίζω, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει
Случайные слова
Замещать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παροχή, χορήγηση, υποκαθιστώ, παρέχω, προμήθεια, αναπληρωματικός, αναπληρώνω, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
Переводы: παροχή, χορήγηση, υποκαθιστώ, παρέχω, προμήθεια, αναπληρωματικός, αναπληρώνω, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν