Занимать на греческом языке
Перевод: занимать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αμπάρι, αναδημιουργώ, παίρνω, φιλοξενώ, καταλαμβάνω, δανείζομαι, αναπαριστώ, κρατώ, βουτώ, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: занимать
занимать первое место, занимать синоним, заниматься викисловарь, занимать перевод на английский, занимать очередь в пятницу, занимать словарь иностранных слов греческий, занимать на греческом языке
Переводы
- занизить на греческом языке - μειώνω, υποτιμώ, υποτιμούν, υποεκτιμούν, να υποεκτιμούν
- занимательный на греческом языке - ενδιαφέρων, διασκεδαστικός, διασκεδαστικό, διασκεδαστική, ψυχαγωγικό, διασκεδαστικές
- заниматься на греческом языке - επιδιώκω, εξασκώ, καταλαμβάνω, ράντσο, παγανίζω, ασκώ, κάνω, ...
- заново на греческом языке - πρόσφατα, πάλι, εκ νέου, νέου
Случайные слова
Занимать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αμπάρι, αναδημιουργώ, παίρνω, φιλοξενώ, καταλαμβάνω, δανείζομαι, αναπαριστώ, κρατώ, βουτώ, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
Переводы: αμπάρι, αναδημιουργώ, παίρνω, φιλοξενώ, καταλαμβάνω, δανείζομαι, αναπαριστώ, κρατώ, βουτώ, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει