Запасать на греческом языке
Перевод: запасать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
βάζω, παρακαταθήκη, απόθεμα, μαγαζί, παρακρατώ, εφεδρεία, προνοώ, αποθηκεύω, παρέχω, κομπόδεμα, εφεδρικός, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: запасать
что запасать, запасать викисловарь, запасать разбор слова по составу, запасать проверочное слово, запасать это, запасать словарь иностранных слов греческий, запасать на греческом языке
Переводы
- запарывать на греческом языке - μαστίζω, νικώ, μαστιγώνω, δέρνω, χτυπώ, zaparyval
- запас на греческом языке - εφεδρεία, προϋπολογισμός, δραματολόγιο, αποθηκεύω, παρακρατώ, κομπόδεμα, δεξαμενή, ...
- запасаться на греческом языке - σκίουρος, τροφοδοτώ, καύσιμα, παρέχω, καύσιμο, προνοώ, κάλτσα, ...
- запасливый на греческом языке - φειδωλός, οικονόμος, λιτός, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι
Случайные слова
Запасать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: βάζω, παρακαταθήκη, απόθεμα, μαγαζί, παρακρατώ, εφεδρεία, προνοώ, αποθηκεύω, παρέχω, κομπόδεμα, εφεδρικός, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Переводы: βάζω, παρακαταθήκη, απόθεμα, μαγαζί, παρακρατώ, εφεδρεία, προνοώ, αποθηκεύω, παρέχω, κομπόδεμα, εφεδρικός, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση