Запатентованный на греческом языке
Перевод: запатентованный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, πατενταρισμένο, πατενταρισμένη, κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
Другие языки
Родственные слова: запатентованный
запатентованный продукт, запатентованный вечный двигатель, запатентованный это, запатентованный википедия, запатентованный знак, запатентованный словарь иностранных слов греческий, запатентованный на греческом языке
Переводы
- запасный на греческом языке - κρατημένος, περισσευούμενος, περισσεύω, εναλλάσσω, χαρίζω, επιφυλακτικός, απόθεμα, ...
- запастись на греческом языке - προνοώ, παρέχω, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
- запатентовать на греческом языке - ευρεσιτεχνία, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
- запах на греческом языке - γεύση, γόνατα, καρπαζιά, μυρίζω, χαστουκίζω, χαστούκι, πλαταγίζω, ...
Случайные слова
Запатентованный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, πατενταρισμένο, πατενταρισμένη, κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
Переводы: κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, πατενταρισμένο, πατενταρισμένη, κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας