Застоявшийся на греческом языке
Перевод: застоявшийся, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
στάσιμος, λιμνάζων, στάσιμες, παρέμειναν στάσιμες, παρέμεινε στάσιμη, παραμένει στάσιμη, παρέμεινε στάσιμο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: застоявшийся
застоявшийся простатит, застоявшийся кашель, застоявшийся запах мочи, застоявшийся кал, застывший ячмень, застоявшийся словарь иностранных слов греческий, застоявшийся на греческом языке
Переводы
- застопоривать на греческом языке - zastoporivat
- застопорить на греческом языке - αναβάλλω, στάβλος, στάβλο, stall, στασίδι
- застояться на греческом языке - λιμνάζει, στάσιμη, στασιμότητα, παραμείνει στάσιμη, στασιμότητας
- застраивать на греческом языке - αναπτύσσομαι, αναπτύσσω, συγκέντρωση, δημιουργία, τη δημιουργία, δημιουργήσει, δημιουργήσουν
Случайные слова
Застоявшийся на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: στάσιμος, λιμνάζων, στάσιμες, παρέμειναν στάσιμες, παρέμεινε στάσιμη, παραμένει στάσιμη, παρέμεινε στάσιμο
Переводы: στάσιμος, λιμνάζων, στάσιμες, παρέμειναν στάσιμες, παρέμεινε στάσιμη, παραμένει στάσιμη, παρέμεινε στάσιμο