Заточать на греческом языке
Перевод: заточать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
περιστέλλω, φυλακίζω, περιορίζω, περιορίσει, περιορίζεται, περιοριστώ, περιορίζουν, περιοριστεί
Другие языки
Родственные слова: заточать
заточать словарь иностранных слов греческий, заточать на греческом языке
Переводы
- затормозить на греческом языке - καθυστερώ, φρενάρω, περιορίζω, τροχοπεδώ, φρένο, παρακωλύω, παρεμποδίζω, ...
- затормозиться на греческом языке - κλειδαριά, επιβραδύνει, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει την
- заточение на греческом языке - κηδεμονία, κράτηση, δέσμευση, εξορίζω, εξορία, απομόνωση, φύλαξη, ...
- заточенный на греческом языке - cloistered, εγκλωβισμένα, απομονωμένοι, εγκλωβισμένα πίσω, εγκλειμένο σε μοναστήρι
Случайные слова
Заточать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: περιστέλλω, φυλακίζω, περιορίζω, περιορίσει, περιορίζεται, περιοριστώ, περιορίζουν, περιοριστεί
Переводы: περιστέλλω, φυλακίζω, περιορίζω, περιορίσει, περιορίζεται, περιοριστώ, περιορίζουν, περιοριστεί