Затрагивать на греческом языке
Перевод: затрагивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εμπλέκομαι, εμπλέκω, παριστάνω, αγγίζω, νιώθω, πινελιά, υφή, μπλέκω, επηρεάζω, ανησυχία, προβληματισμός, περιλαμβάνω, αισθάνομαι, διαφήμιση, ενδιαφέρον, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: затрагивать
затрагивать перевод английский, затрагивать чувства, затрагивать перевод, затрагивать викисловарь, затрагивать на укр, затрагивать словарь иностранных слов греческий, затрагивать на греческом языке
Переводы
- затравка на греческом языке - φυτίλι, φιτίλι, φεγγοβολώ, λάμψη, πυρακτώνομαι, ασφάλεια, ασφαλειών, ...
- затрагивает на греческом языке - επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
- затрапезный на греческом языке - ακατάστατος, ευτελής, πενιχρός, κουρελιάρικος, παλιός, shabby
- затрата на греческом языке - κατανάλωση, έξοδα, δαπάνες, στραγγίζω, φθίση, δαπάνη, οχετός, ...
Случайные слова
Затрагивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εμπλέκομαι, εμπλέκω, παριστάνω, αγγίζω, νιώθω, πινελιά, υφή, μπλέκω, επηρεάζω, ανησυχία, προβληματισμός, περιλαμβάνω, αισθάνομαι, διαφήμιση, ενδιαφέρον, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Переводы: εμπλέκομαι, εμπλέκω, παριστάνω, αγγίζω, νιώθω, πινελιά, υφή, μπλέκω, επηρεάζω, ανησυχία, προβληματισμός, περιλαμβάνω, αισθάνομαι, διαφήμιση, ενδιαφέρον, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει