Импульсивный на греческом языке
Перевод: импульсивный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ορμητικός, απερίσκεπτος, ακάθεκτος, ορμέμφυτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικά, παρορμητικό
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: импульсивный
импульсивный ребенок, импульсивный человек, импульсивный синоним, импульсивный значение, импульсивный это, импульсивный словарь иностранных слов греческий, импульсивный на греческом языке
Переводы
- импульс на греческом языке - μετρώ, επίδραση, κόμης, κρούση, ξέσπασμα, ορμή, ξεσπώ, ...
- импульсивность на греческом языке - εγκαταλείπω, παρατάω, αυθορμητισμός, ορμή, βιασύνη, αυθόρμητη ενέργεια, παρορμητικότητα, ...
- имущество на греческом языке - συν, κατοχή, πράμα, σπίτι, τιμαλφή, ακίνητο, κτήμα, ...
- имущий на греческом языке - έχων περιουσίαν, ιδιοκτητριών, ιδιοκτήτριες, ευκατάστατης
Случайные слова
Импульсивный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ορμητικός, απερίσκεπτος, ακάθεκτος, ορμέμφυτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικά, παρορμητικό
Переводы: ορμητικός, απερίσκεπτος, ακάθεκτος, ορμέμφυτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικά, παρορμητικό