Индоссант на греческом языке
Перевод: индоссант, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εγγυώμαι, χορηγός, αντίκρισμα, εχέγγυο, χορηγώ, εγγύηση, εγγυητής, οπισθογράφος, οπισθογραφήσει, που προσυπογράφει τους, προσυπογράφει τους, που προσυπογράφει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: индоссант
индоссант и индоссант, индоссант ударение, индоссант википедия, индоссант определение, индоссант это, индоссант словарь иностранных слов греческий, индоссант на греческом языке
Переводы
- индонезия на греческом языке - Ινδονησία, Ινδονησίας, την Ινδονησία, indonesia, ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ
- индоссамент на греческом языке - συμπαράσταση, επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση
- индоссатор на греческом языке - εκδοχέα, εκδοχέας, μεταβίβαση, διάδοχος, ον η μεταβίβαση
- индоссировать на греческом языке - πλάτη, υποστηρίζω, ενισχύω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, θεωρεί, ...
Случайные слова
Индоссант на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εγγυώμαι, χορηγός, αντίκρισμα, εχέγγυο, χορηγώ, εγγύηση, εγγυητής, οπισθογράφος, οπισθογραφήσει, που προσυπογράφει τους, προσυπογράφει τους, που προσυπογράφει
Переводы: εγγυώμαι, χορηγός, αντίκρισμα, εχέγγυο, χορηγώ, εγγύηση, εγγυητής, οπισθογράφος, οπισθογραφήσει, που προσυπογράφει τους, προσυπογράφει τους, που προσυπογράφει