Искаженный на греческом языке
Перевод: искаженный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ειρωνικός, στραβός, βίαιος, στραβά, λοξός, ανώμαλος, παραμορφωμένη, διαστρεβλωμένη, παραμόρφωσε, αλλοίωσε, νοθεύεται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: искаженный
искаженный звук в инстаграме, искаженный самородный нефрит, искаженный образ, искаженный синоним, искаженный звук на компьютере, искаженный словарь иностранных слов греческий, искаженный на греческом языке
Переводы
- искажающий на греческом языке - παραμορφώνοντας, παραμόρφωσης, παραμορφωτικά, παραμορφωτικές, παραμορφώσεως
- искажение на греческом языке - εκμαυλισμός, διαφθορά, ξεμαύλισμα, παραποίηση, διαστρεβλώνω, μαύλισμα, παραμόρφωση, ...
- исказить на греческом языке - στρεβλώνω, βλάπτω, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
- искалеченный на греческом языке - ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία
Случайные слова
Искаженный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ειρωνικός, στραβός, βίαιος, στραβά, λοξός, ανώμαλος, παραμορφωμένη, διαστρεβλωμένη, παραμόρφωσε, αλλοίωσε, νοθεύεται
Переводы: ειρωνικός, στραβός, βίαιος, στραβά, λοξός, ανώμαλος, παραμορφωμένη, διαστρεβλωμένη, παραμόρφωσε, αλλοίωσε, νοθεύεται