Исключать на греческом языке
Перевод: исключать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εξαλείφω, αποβάλλω, παρακωλύω, απελαύνω, φράζω, κάγκελο, εμποδίζω, αποκλείω, μπαρ, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: исключать
исключать из школы, исключать возможность, исключать на англ, исключать перевод на английский, исключать антоним, исключать словарь иностранных слов греческий, исключать на греческом языке
Переводы
- искатель на греческом языке - αναζητητής, ερευνητής, ψάχνει, ερευνητή, διερευνητικό, που ψάχνει
- искать на греческом языке - ανακτώ, αναζητώ, ψαχουλεύω, ψάχνω, βλέμμα, κασμάς, φαίνομαι, ...
- исключающий на греческом языке - αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, Εξαιρουμένων, ΧΩΡΙΣ, Χωρίς, Εξαιρούνται, Εξαιρουμένων των
- исключение на греческом языке - εξαίρεση, αποβολή, απέλαση, αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, του αποκλεισμού
Случайные слова
Исключать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εξαλείφω, αποβάλλω, παρακωλύω, απελαύνω, φράζω, κάγκελο, εμποδίζω, αποκλείω, μπαρ, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
Переводы: εξαλείφω, αποβάλλω, παρακωλύω, απελαύνω, φράζω, κάγκελο, εμποδίζω, αποκλείω, μπαρ, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν