Исключительный на греческом языке
Перевод: исключительный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
γλώσσα, αποκλειστικός, πέλμα, ασυνήθιστος, εξαίσιος, εξαιρετικός, αποκλειστικότητα, άριστος, εξαιρετικές, εξαιρετική, εξαιρετικών, έκτακτες
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: исключительный
исключительный факт, исключительный тариф, исключительный искатель сокровищ, исключительный человек, исключительный признак демократического государства, исключительный словарь иностранных слов греческий, исключительный на греческом языке
Переводы
- исключительно на греческом языке - μοναχός, μόνο, αποκλειστικά, μόνος, αγνά, σπάνια, αποκλειστικώς, ...
- исключительность на греческом языке - αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
- исключить на греческом языке - εξαλείφω, απελαύνω, αποβάλλω, αποκλείω, διαγράφω, αποκλείουν, αποκλείει, ...
- исковеркать на греческом языке - ανακατεύω, ψεγάδι, μπερδεύω, χειροτερεύω, κακομαθαίνω, στίγμα, βλάπτω, ...
Случайные слова
Исключительный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: γλώσσα, αποκλειστικός, πέλμα, ασυνήθιστος, εξαίσιος, εξαιρετικός, αποκλειστικότητα, άριστος, εξαιρετικές, εξαιρετική, εξαιρετικών, έκτακτες
Переводы: γλώσσα, αποκλειστικός, πέλμα, ασυνήθιστος, εξαίσιος, εξαιρετικός, αποκλειστικότητα, άριστος, εξαιρετικές, εξαιρετική, εξαιρετικών, έκτακτες