Исключить на греческом языке
Перевод: исключить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εξαλείφω, απελαύνω, αποβάλλω, αποκλείω, διαγράφω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: исключить
исключить перевод, исключить беременность, исключить россию из оон, исключить из поиска, исключить углеводы, исключить словарь иностранных слов греческий, исключить на греческом языке
Переводы
- исключительность на греческом языке - αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
- исключительный на греческом языке - γλώσσα, αποκλειστικός, πέλμα, ασυνήθιστος, εξαίσιος, εξαιρετικός, αποκλειστικότητα, ...
- исковеркать на греческом языке - ανακατεύω, ψεγάδι, μπερδεύω, χειροτερεύω, κακομαθαίνω, στίγμα, βλάπτω, ...
- исколотить на греческом языке - συντρίβω, δέρνω, κόλλα, θρυμματίζω, άνω, πάνω, νικώ, ...
Случайные слова
Исключить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εξαλείφω, απελαύνω, αποβάλλω, αποκλείω, διαγράφω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
Переводы: εξαλείφω, απελαύνω, αποβάλλω, αποκλείω, διαγράφω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν