Испепелять на греческом языке
Перевод: испепелять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αποτεφρώνω, τσιγαρίζω, ξαπλώνω, τσιτσιρίζω, στρώνω, κοσμικός, αποτεφρώνουν, αποτεφρώνει, αποτεφρώνετε, την αποτέφρωση, αποτεφρώνονται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: испепелять
испепелять взглядом, испепелять это, испепелять взглядом это, испепелять словарь иностранных слов греческий, испепелять на греческом языке
Переводы
- испачканный на греческом языке - λασπωμένος, ιλυώδης, λασπώδης, χρωματιστός, Βιτρώ, χρωματισμένο, λεκιασμένο, ...
- испачкать на греческом языке - μαγαρίζω, Drabble
- испепеляющий на греческом языке - καυτό, καυτή, καυτές, ωραίες, προκλητική
- испестрить на греческом языке - μέρος, βούλα, σπυρί, εντοπίζω, ispestrit
Случайные слова
Испепелять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αποτεφρώνω, τσιγαρίζω, ξαπλώνω, τσιτσιρίζω, στρώνω, κοσμικός, αποτεφρώνουν, αποτεφρώνει, αποτεφρώνετε, την αποτέφρωση, αποτεφρώνονται
Переводы: αποτεφρώνω, τσιγαρίζω, ξαπλώνω, τσιτσιρίζω, στρώνω, κοσμικός, αποτεφρώνουν, αποτεφρώνει, αποτεφρώνετε, την αποτέφρωση, αποτεφρώνονται