Испытать на греческом языке
Перевод: испытать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φωνή, αισθάνομαι, ήχος, ελέγχω, υφή, κρατώ, υποφέρω, γερός, βλέπω, παθαίνω, εμπειρία, πάσχω, υποστηρίζω, συντηρώ, νιώθω, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, τεστ
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: испытать
испытать себя, испытать удачу steam, испытать удачу, испытать невесомость, испытать себя танк золото, испытать словарь иностранных слов греческий, испытать на греческом языке
Переводы
- испытатель на греческом языке - δοκιμαστής, Tester, ελεγκτής, δοκιμαστή, συσκευή δοκιμής
- испытательный на греческом языке - δίκη, δοκιμασία, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, τεστ
- испытуемый на греческом языке - κατάδικος απολυθείς δοκιμαστικώς, δόκιμος υπάλληλος, δόκιμο υπάλληλο, δόκιμου υπαλλήλου, δόκιμων
- испытующий на греческом языке - αδιάκριτος, περίεργος, αναζήτηση, ψάχνοντας, την αναζήτηση, ψάχνουν, αναζητούν
Случайные слова
Испытать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φωνή, αισθάνομαι, ήχος, ελέγχω, υφή, κρατώ, υποφέρω, γερός, βλέπω, παθαίνω, εμπειρία, πάσχω, υποστηρίζω, συντηρώ, νιώθω, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, τεστ
Переводы: φωνή, αισθάνομαι, ήχος, ελέγχω, υφή, κρατώ, υποφέρω, γερός, βλέπω, παθαίνω, εμπειρία, πάσχω, υποστηρίζω, συντηρώ, νιώθω, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, τεστ