Испытывать на греческом языке

Перевод: испытывать, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εκδικάζω, ελέγχω, υποφέρω, δοκιμάζω, εμπειρία, πονώ, ξέρω, μίσος, κρατώ, προσπαθώ, πάσχω, αποδεικνύω, υποστηρίζω, γνωρίζω, μισώ, συντηρώ, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Испытывать на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: испытывать

испытывать страсть во сне, испытывать викисловарь, испытывать симпатию, испытывать сладость победы, испытывать судьбу, испытывать словарь иностранных слов греческий, испытывать на греческом языке

Переводы

  • испытуемый на греческом языке - κατάδικος απολυθείς δοκιμαστικώς, δόκιμος υπάλληλος, δόκιμο υπάλληλο, δόκιμου υπαλλήλου, δόκιμων
  • испытующий на греческом языке - αδιάκριτος, περίεργος, αναζήτηση, ψάχνοντας, την αναζήτηση, ψάχνουν, αναζητούν
  • испытывающий на греческом языке - προκλητική, πρόκληση, προκλητικό, δύσκολο, προκλήσεις
  • иссекать на греческом языке - ειδικούς φόρους κατανάλωσης, των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικών φόρων κατανάλωσης, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ειδικού φόρου κατανάλωσης
Случайные слова
Испытывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εκδικάζω, ελέγχω, υποφέρω, δοκιμάζω, εμπειρία, πονώ, ξέρω, μίσος, κρατώ, προσπαθώ, πάσχω, αποδεικνύω, υποστηρίζω, γνωρίζω, μισώ, συντηρώ, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών