Исходить на греческом языке
Перевод: исходить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
προέρχομαι, απορρέω, προβαίνω, πηγαίνω, περπατώ, έρχομαι, σεργιανίζω, προχωρώ, να προχωρήσει, προχωρήσει, προχωρήστε, προχωρήσετε, προχωρήσουμε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: исходить
исходить желчью, исходить на, исходить на украинском, исходить синоним, исходить это, исходить словарь иностранных слов греческий, исходить на греческом языке
Переводы
- истязать на греческом языке - βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
- исход на греческом языке - λύση, λήξη, αποτέλεσμα, γεγονός, κατάληξη, τέλος, κολλητός, ...
- исходный на греческом языке - ευτελής, βάθρο, γνήσιος, πρωτότυπος, αρχικά, πρωτότυπο, αρχική, ...
- исходящий на греческом языке - εκδηλωτικός, γνήσιος, πρωτότυπος, κοινωνικός, αρχικά, εξωστρεφής, εξερχόμενος, ...
Случайные слова
Исходить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: προέρχομαι, απορρέω, προβαίνω, πηγαίνω, περπατώ, έρχομαι, σεργιανίζω, προχωρώ, να προχωρήσει, προχωρήσει, προχωρήστε, προχωρήσετε, προχωρήσουμε
Переводы: προέρχομαι, απορρέω, προβαίνω, πηγαίνω, περπατώ, έρχομαι, σεργιανίζω, προχωρώ, να προχωρήσει, προχωρήσει, προχωρήστε, προχωρήσετε, προχωρήσουμε