Кислотоупорный на греческом языке
Перевод: кислотоупорный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανθεκτικά σε οξύ, ανθεκτικά στα οξέα, ανθεκτικό στα οξέα, ανθεκτική στα οξέα, ανθεκτικά σε οξέα
Другие языки
Родственные слова: кислотоупорный
кислотоупорный словарь иностранных слов греческий, кислотоупорный на греческом языке
Переводы
- кислотный на греческом языке - οξύς, οξύ, όξινος, οξέος, οξέως, οξέων
- кислотостойкий на греческом языке - ανθεκτικά σε οξύ, ανθεκτικά στα οξέα, ανθεκτικό στα οξέα, ανθεκτική στα οξέα, ανθεκτικά σε οξέα
- кислый на греческом языке - στυφός, καυστικός, οξύς, ξινός, πόρνη, οξύ, τάρτα, ...
- кисмет на греческом языке - κισμέτ, Kismet, μοίρα, το Kismet
Случайные слова
Кислотоупорный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανθεκτικά σε οξύ, ανθεκτικά στα οξέα, ανθεκτικό στα οξέα, ανθεκτική στα οξέα, ανθεκτικά σε οξέα
Переводы: ανθεκτικά σε οξύ, ανθεκτικά στα οξέα, ανθεκτικό στα οξέα, ανθεκτική στα οξέα, ανθεκτικά σε οξέα