Классифицировать на греческом языке
Перевод: классифицировать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σύμπλεγμα, ομάδα, σπάζω, διακυμαίνομαι, φάσμα, βαθμός, κατατάσσω, διάλειμμα, μοιράζω, συγκρότημα, βαθμολογώ, απονέμω, διάλλειμα, τακτοποιώ, εμβέλεια, όμιλος, ταξινόμηση, ταξινομούν, κατατάσσουν, κατατάξει, ταξινομεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: классифицировать
классифицировать на, классифицировать память по видам и формам, классифицировать реакцию, классифицировать автоматизированную систему, классифицировать особые точки, классифицировать словарь иностранных слов греческий, классифицировать на греческом языке
Переводы
- классификация на греческом языке - βαθμολόγηση, χειροτονία, διακανονισμός, διευθέτηση, ταξινόμηση, ετοιμασία, τακτοποίηση, ...
- классифицирование на греческом языке - ταξινόμηση, κατάταξη, ταξινόμησης, κατάταξης, την ταξινόμηση
- классифицируемый на греческом языке - καταταγούν, να καταταγούν, να ταξινομηθούν, να υπαχθούν, που ταξινομούνται
- классифицирует на греческом языке - ταξινομεί, κατατάσσει, χαρακτηρίζει, κατατάσσει τα, να ταξινομεί
Случайные слова
Классифицировать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σύμπλεγμα, ομάδα, σπάζω, διακυμαίνομαι, φάσμα, βαθμός, κατατάσσω, διάλειμμα, μοιράζω, συγκρότημα, βαθμολογώ, απονέμω, διάλλειμα, τακτοποιώ, εμβέλεια, όμιλος, ταξινόμηση, ταξινομούν, κατατάσσουν, κατατάξει, ταξινομεί
Переводы: σύμπλεγμα, ομάδα, σπάζω, διακυμαίνομαι, φάσμα, βαθμός, κατατάσσω, διάλειμμα, μοιράζω, συγκρότημα, βαθμολογώ, απονέμω, διάλλειμα, τακτοποιώ, εμβέλεια, όμιλος, ταξινόμηση, ταξινομούν, κατατάσσουν, κατατάξει, ταξινομεί