Компетенция на греческом языке
Перевод: компетенция, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αρμοδιότητα, δικαιοδοσία, πραγματογνωμοσύνη, κατανομή, χωρητικότητα, επαρχία, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: компетенция
компетенция районного суда, компетенция арбитражных судов, компетенция это, компетенция синоним, компетенция мирового судьи, компетенция словарь иностранных слов греческий, компетенция на греческом языке
Переводы
- компенсирует на греческом языке - αντισταθμίζει, αποζημιώνει
- компетентность на греческом языке - αρμοδιότητα, επάρκεια, εξουσία, αυθεντία, κύρος, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ...
- комплекс на греческом языке - σύμπλεγμα, σύνθετος, περίπλοκος, πολυσύνθετος, συγκρότημα, όμιλος, ομάδα, ...
- комплект на греческом языке - εξοπλισμός, βολεύω, σπείρα, συμπλήρωμα, αρμόζω, καθορισμένος, ακολουθία, ...
Случайные слова
Компетенция на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αρμοδιότητα, δικαιοδοσία, πραγματογνωμοσύνη, κατανομή, χωρητικότητα, επαρχία, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
Переводы: αρμοδιότητα, δικαιοδοσία, πραγματογνωμοσύνη, κατανομή, χωρητικότητα, επαρχία, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες