Констатировать на греческом языке
Перевод: констатировать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καθιερώνω, εύρημα, διαπιστώνω, κράτος, ιδρύω, επιβάλλω, ανεύρεση, εξακριβώνω, κρατίδιο, βρίσκω, κατάσταση, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: констатировать
констатировать произношение, констатировать смерть, констатировать факт это, констатировать толковый словарь, констатировать факт, констатировать словарь иностранных слов греческий, констатировать на греческом языке
Переводы
- константный на греческом языке - συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
- констатация на греческом языке - δήλωση, κατάσταση, ίδρυση, εξακριβώσει, εξακριβωθεί, επιλέξει εκείνες, εξακριβώνουν, ...
- констебль на греческом языке - στέλεχος, αστυνομεύω, αξιωματικός, αστυνομία, αστυφύλακας, Constable, Αστυφύλακα, ...
- констелляция на греческом языке - αστερισμός, αστερισμό, αστερισμού, αστερισμό του, σχηματισμού
Случайные слова
Констатировать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καθιερώνω, εύρημα, διαπιστώνω, κράτος, ιδρύω, επιβάλλω, ανεύρεση, εξακριβώνω, κρατίδιο, βρίσκω, κατάσταση, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
Переводы: καθιερώνω, εύρημα, διαπιστώνω, κράτος, ιδρύω, επιβάλλω, ανεύρεση, εξακριβώνω, κρατίδιο, βρίσκω, κατάσταση, πολιτεία, κρατικών, κρατικές