Констебль на греческом языке
Перевод: констебль, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
στέλεχος, αστυνομεύω, αξιωματικός, αστυνομία, αστυφύλακας, Constable, Αστυφύλακα, κοντόσταυλου, Κόνσταμπλ
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: констебль
констебль прыгающая лошадь, констебль 2013, констебль вики, констебл джон, констебль полиция, констебль словарь иностранных слов греческий, констебль на греческом языке
Переводы
- констатация на греческом языке - δήλωση, κατάσταση, ίδρυση, εξακριβώσει, εξακριβωθεί, επιλέξει εκείνες, εξακριβώνουν, ...
- констатировать на греческом языке - καθιερώνω, εύρημα, διαπιστώνω, κράτος, ιδρύω, επιβάλλω, ανεύρεση, ...
- констелляция на греческом языке - αστερισμός, αστερισμό, αστερισμού, αστερισμό του, σχηματισμού
- конституировать на греческом языке - συγκροτώ, αποτελώ, συνιστούν, συνιστά, αποτελούν, αποτελεί, αποτελέσει
Случайные слова
Констебль на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: στέλεχος, αστυνομεύω, αξιωματικός, αστυνομία, αστυφύλακας, Constable, Αστυφύλακα, κοντόσταυλου, Κόνσταμπλ
Переводы: στέλεχος, αστυνομεύω, αξιωματικός, αστυνομία, αστυφύλακας, Constable, Αστυφύλακα, κοντόσταυλου, Κόνσταμπλ