Крепить на греческом языке
Перевод: крепить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φτιάχνω, εμπεδώνω, ξυλεία, στήριγμα, καρδαμώνω, ενισχύω, υποστήριγμα, ενδυναμώνω, βοήθεια, συμπαράσταση, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: крепить
крепить поликарбонат, крепить вагонку на гипсокартон, крепить брус к стене, крепить гипсокартон к стене, крепить викисловарь, крепить словарь иностранных слов греческий, крепить на греческом языке
Переводы
- креп на греческом языке - κρεπ, ερπυσμού, κρέπα, crepe, κρέπας
- крепильщик на греческом языке - krepilschik
- крепиться на греческом языке - εμμένω, συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, που επισυνάπτεται, επισυνάπτονται
- крепкий на греческом языке - αλύγιστος, ισχυρός, δύσκολος, γρήγορος, σκληροτράχηλος, συμπαγής, ακλόνητος, ...
Случайные слова
Крепить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φτιάχνω, εμπεδώνω, ξυλεία, στήριγμα, καρδαμώνω, ενισχύω, υποστήριγμα, ενδυναμώνω, βοήθεια, συμπαράσταση, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Переводы: φτιάχνω, εμπεδώνω, ξυλεία, στήριγμα, καρδαμώνω, ενισχύω, υποστήριγμα, ενδυναμώνω, βοήθεια, συμπαράσταση, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση