Крепнуть на греческом языке

Перевод: крепнуть, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
μεγαλώνω, εμπεδώνω, ενισχύω, καρδαμώνω, σταθερός, αυξάνομαι, ενδυναμώνω, εδραίος, εταιρία, είμαι, παίρνω, αποκτώ, διανύω, βρίσκομαι, ισχυρότερη, ισχυρότερο, ισχυρότερες, πιο δυνατός, ισχυρότερης
Крепнуть на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: крепнуть

крепнуть викисловарь, крепнуть прошедшее время, процветать и крепнуть, крепнуть синоним, людскому крепнуть, крепнуть словарь иностранных слов греческий, крепнуть на греческом языке

Переводы

  • крепление на греческом языке - οχύρωση, τονωτικός, στερέωση, βουνό, όρος, βάση, mount, ...
  • крепленый на греческом языке - εμπλουτισμένα, οχυρωμένη, οχυρωμένο, αλκοολωμένου, τα εμπλουτισμένα
  • крепостничество на греческом языке - δουλοπαροικία, δουλοπαροικίας, δουλεία, τη δουλοπαροικία, δουλείας
  • крепостной на греческом языке - δουλοπάροικος, δουλοπάροικο, δουλοπάροικων, δουλοπάροικους, δουλοπάροικου
Случайные слова
Крепнуть на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: μεγαλώνω, εμπεδώνω, ενισχύω, καρδαμώνω, σταθερός, αυξάνομαι, ενδυναμώνω, εδραίος, εταιρία, είμαι, παίρνω, αποκτώ, διανύω, βρίσκομαι, ισχυρότερη, ισχυρότερο, ισχυρότερες, πιο δυνατός, ισχυρότερης