Лечить на греческом языке

Перевод: лечить, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
θεραπεύω, επουλώνω, κέρασμα, γιατρεύω, κερνώ, νοσοκόμα, αλατίζω, κτηνίατρος, βάγια, καπνίζω, μεταχειρίζομαι, επουλώνομαι, παστώνω, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν
Лечить на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: лечить

лечить геморрой, лечить ячмень, лечить гайморит, лечить печень, лечить насморк, лечить словарь иностранных слов греческий, лечить на греческом языке

Переводы

  • лечебный на греческом языке - θεραπευτικός, θεραπευτική, θεραπευτικές, θεραπευτικό, θεραπευτικών
  • лечение на греческом языке - παστώνω, θεραπεία, θεραπεύω, μεταχείριση, καπνίζω, αλατίζω, αγωγή, ...
  • лечиться на греческом языке - κερνώ, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κέρασμα, επεξεργασία, θεραπεία, αντιμετωπίζονται, ...
  • лечь на греческом языке - ψεύδομαι, κείμαι, ξαπλώνω, ξαπλώνουν, ξαπλώσετε, ξαπλώσει, ξαπλώσουν
Случайные слова
Лечить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: θεραπεύω, επουλώνω, κέρασμα, γιατρεύω, κερνώ, νοσοκόμα, αλατίζω, κτηνίατρος, βάγια, καπνίζω, μεταχειρίζομαι, επουλώνομαι, παστώνω, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν