Лиценциат на греческом языке
Перевод: лиценциат, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
licentiate, δίπλωμα licentiate, άδειας άσκησης επαγγέλματος, το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Licentiate, Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Licentiate
Другие языки
Родственные слова: лиценциат
лиценциат видриера аудиокнига, лиценциат видриера анализ, лиценциат права, лиценциат видриера скачать, лиценциат видриера читать, лиценциат словарь иностранных слов греческий, лиценциат на греческом языке
Переводы
- лицензии на греческом языке - άδειες, πιστοποιητικών, αδειών, πιστοποιητικά, τα πιστοποιητικά
- лицензия на греческом языке - επιτρέπω, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
- лицеприятный на греческом языке - μερικός, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικά, μεροληπτικές, προκατειλημμένες
- лицо на греческом языке - τοστ, αντιμετωπίζω, εγγύηση, άτομο, καταπατητής, εχέγγυο, χαρακτήρας, ...
Случайные слова
Лиценциат на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: licentiate, δίπλωμα licentiate, άδειας άσκησης επαγγέλματος, το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Licentiate, Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Licentiate
Переводы: licentiate, δίπλωμα licentiate, άδειας άσκησης επαγγέλματος, το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Licentiate, Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Licentiate