Лишить на греческом языке
Перевод: лишить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εκτός, γυμνώνω, αποκρούω, διασώζω, κονταίνω, αποστερώ, εκδύω, απαλλάσσω, περικόπτω, αποταμιεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: лишить
лишить мать родительских прав, лишить человека дееспособности можно, лишить макаревича наград, лишить макаревича, лишить отца родительских прав, лишить словарь иностранных слов греческий, лишить на греческом языке
Переводы
- лишения на греческом языке - στέρηση, ταλαιπωρία, κακουχία, οξύτητα, δριμύτητα, δυσφορία, κακουχίες, ...
- лишенный на греческом языке - τσίτσιδος, γυμνός, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- лишний на греческом языке - περισσεύω, υπερβολικός, περιττός, πλεονάζων, υπεράριθμος, χαρίζω, μονός, ...
- лишь на греческом языке - δίκαιος, αλλά, όμως, μόνο, απλώς, απλά, μόλις, ...
Случайные слова
Лишить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εκτός, γυμνώνω, αποκρούω, διασώζω, κονταίνω, αποστερώ, εκδύω, απαλλάσσω, περικόπτω, αποταμιεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Переводы: εκτός, γυμνώνω, αποκρούω, διασώζω, κονταίνω, αποστερώ, εκδύω, απαλλάσσω, περικόπτω, αποταμιεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από