Медлительный на греческом языке
Перевод: медлительный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
βραδύς, αργός, ράθυμος, μαλθακός, σιγανός, μακρύς, χαλαρός, βαθμιαίος, μεγάλος, νωθρός, νωχελής, λάσκος, μπόσικος, δυσκίνητος, αργοκίνητος, άτονος, αργή, βραδεία, αργό, αργά
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: медлительный
медлительный антоним, медлительный синоним, медлительный человек синонимы, медлительный ребенок причины, медлительный лори, медлительный словарь иностранных слов греческий, медлительный на греческом языке
Переводы
- медлительно на греческом языке - βραδύτητα, νωθρά, αργό ρυθμό, με καθυστέρηση, νωχελικά
- медлительность на греческом языке - βραδύτητα, βραδύτητας, η βραδύτητα, τη βραδύτητα, αργός ρυθμός
- медлить на греческом языке - μένω, βραδυπορώ, διαμένω, σημαίνω, περιδιαβάζω, βαθμός, σταματώ, ...
- медлящий на греческом языке - καθυστερημένος, επιβραδύνει, επιβραδύνει την, επιβραδύνεται, επιβραδύνει τη, επιβραδύνουν
Случайные слова
Медлительный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: βραδύς, αργός, ράθυμος, μαλθακός, σιγανός, μακρύς, χαλαρός, βαθμιαίος, μεγάλος, νωθρός, νωχελής, λάσκος, μπόσικος, δυσκίνητος, αργοκίνητος, άτονος, αργή, βραδεία, αργό, αργά
Переводы: βραδύς, αργός, ράθυμος, μαλθακός, σιγανός, μακρύς, χαλαρός, βαθμιαίος, μεγάλος, νωθρός, νωχελής, λάσκος, μπόσικος, δυσκίνητος, αργοκίνητος, άτονος, αργή, βραδεία, αργό, αργά