Мездрить на греческом языке
Перевод: мездрить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
χτυπώ, τρίβω, προσαράσσω, χτενίζω, γη, έδαφος, απεργία, σάρκα, ξέσματα, αποξεσμένα, αποξεσμένα από, αποξεσμένα από τα, ξέσματα του
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: мездрить
мездрить (кожу), мездрить шкуру, мездрить это, мездрить значение, мездрить словарь иностранных слов греческий, мездрить на греческом языке
Переводы
- мезальянс на греческом языке - ανάρμοστος γάμος
- мездра на греческом языке - ξέσματα, αποξεσμένα, αποξεσμένα από, αποξεσμένα από τα, ξέσματα του
- мезозойский на греческом языке - δευτερεύων, μεσοζωικός, μεσοζωικής, μεσοζωικούς, Μεσοζωικών, μεσοζωικές
- мезон на греческом языке - μεσόνιο, Meson, το Meson, στο Meson, μεσονίου
Случайные слова
Мездрить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: χτυπώ, τρίβω, προσαράσσω, χτενίζω, γη, έδαφος, απεργία, σάρκα, ξέσματα, αποξεσμένα, αποξεσμένα από, αποξεσμένα από τα, ξέσματα του
Переводы: χτυπώ, τρίβω, προσαράσσω, χτενίζω, γη, έδαφος, απεργία, σάρκα, ξέσματα, αποξεσμένα, αποξεσμένα από, αποξεσμένα από τα, ξέσματα του