Мутнеть на греческом языке
Перевод: мутнеть, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δένω, πληκτικός, ομίχλη, θαμπός, θολός, μουχρός, αμυδρός, θολωμένος, πυκνώνω, μουντός, πούσι, βαρετός, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: мутнеть
антоним мутнеть, мутнеть словарь иностранных слов греческий, мутнеть на греческом языке
Переводы
- мутить на греческом языке - θολώνω, ταράσσω
- мутиться на греческом языке - θολούρα, θαμπάδα, blur, θάμπωμα, θαμπώματος
- мутноватый на греческом языке - λασπωμένος, ιλυώδης, λασπώδης, θολός, λασπώδη, λασπωμένο
- мутность на греческом языке - θολότητα, θολερότητα, θολερότητας, θολότητας, θολότητος
Случайные слова
Мутнеть на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δένω, πληκτικός, ομίχλη, θαμπός, θολός, μουχρός, αμυδρός, θολωμένος, πυκνώνω, μουντός, πούσι, βαρετός, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Переводы: δένω, πληκτικός, ομίχλη, θαμπός, θολός, μουχρός, αμυδρός, θολωμένος, πυκνώνω, μουντός, πούσι, βαρετός, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει