Набивать на греческом языке
Перевод: набивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πράμα, παρατάσσω, φυλάω, τράπουλα, γραμμή, κατακλύζω, ρυτίδα, πακέτο, συσκευάζω, επενδύω, αγέλη, συρρέω, κοπάδι, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: набивать
набивать оскомину, набивать шишки, набивать кулаки об стену, набивать руку, набивать тату во сне, набивать словарь иностранных слов греческий, набивать на греческом языке
Переводы
- набережная на греческом языке - τρέμω, ανάχωμα, κόλπος, αναχώματος, επιχώματος, επίχωμα, επίχωση
- наберите на греческом языке - είδος, δακτυλογραφώ, παίρνω, τύπος, τύπου, τύπο, τον τύπο
- набиваться на греческом языке - ψάρι, ψάρια, τα ψάρια, ψαριών, ιχθύων
- набивка на греческом языке - γέμισμα, συμπίεση, παραγέμισμα, χορταστικός, σφράγισμα, συσκευασία, συσκευασίας, ...
Случайные слова
Набивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πράμα, παρατάσσω, φυλάω, τράπουλα, γραμμή, κατακλύζω, ρυτίδα, πακέτο, συσκευάζω, επενδύω, αγέλη, συρρέω, κοπάδι, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Переводы: πράμα, παρατάσσω, φυλάω, τράπουλα, γραμμή, κατακλύζω, ρυτίδα, πακέτο, συσκευάζω, επενδύω, αγέλη, συρρέω, κοπάδι, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει