Набирать на греческом языке
Перевод: набирать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
περισυλλέγω, μαζεύω, σέσουλα, συγκεντρώνομαι, καντράν, κασμάς, συλλέγω, μαζεύομαι, υποθέτω, νεοσύλλεκτος, πρόσληψη, προσλάβει, προσλαμβάνουν, στρατολογούν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: набирать
набирать перевод, набирать петли, набрать номер, набирать массу или сушиться, набрать массу, набирать словарь иностранных слов греческий, набирать на греческом языке
Переводы
- набивка на греческом языке - γέμισμα, συμπίεση, παραγέμισμα, χορταστικός, σφράγισμα, συσκευασία, συσκευασίας, ...
- набивной на греческом языке - τυπωμένα, τυπωμένο, τυπωμένες, εκτυπώνονται, εκτυπωθεί
- набираться на греческом языке - μαδώ, αργοπίνω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- набитый на греческом языке - γεμάτη, γεμάτος, γεμάτη από, γεμάτο, γεμάτο από
Случайные слова
Набирать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: περισυλλέγω, μαζεύω, σέσουλα, συγκεντρώνομαι, καντράν, κασμάς, συλλέγω, μαζεύομαι, υποθέτω, νεοσύλλεκτος, πρόσληψη, προσλάβει, προσλαμβάνουν, στρατολογούν
Переводы: περισυλλέγω, μαζεύω, σέσουλα, συγκεντρώνομαι, καντράν, κασμάς, συλλέγω, μαζεύομαι, υποθέτω, νεοσύλλεκτος, πρόσληψη, προσλάβει, προσλαμβάνουν, στρατολογούν