Надавать на греческом языке
Перевод: надавать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παραδίνω, υποτροφία, εφαρμόζω, συσκέπτομαι, χορηγώ, δίνω, συμφωνία, προσφέρω, επίδομα, διοικώ, επιχορηγώ, καθιστώ, συγκατάθεση, απονέμω, κάνω, σκαμπίλι, φάπα, έχω γεύση, ράπισμα, ραπίζω
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: надавать
надавать щей, надавать лещей, надавать по попе, надавать люлей, надавать тумаков, надавать словарь иностранных слов греческий, надавать на греческом языке
Переводы
- нагулять на греческом языке - εργάζονται, λειτουργήσει, εργαστούν, λειτουργούν, εργαστεί
- над на греческом языке - άνω, τελείωσε, πάνω, πάνω από, ανωτέρω, παραπάνω
- надавить на греческом языке - πρεσάρω, πιέζω, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
- надавливание на греческом языке - πιέζω, πρεσάρω, στύψιμο, πίεση, συμπίεση, στυψίματος, συνθλίψεως
Случайные слова
Надавать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παραδίνω, υποτροφία, εφαρμόζω, συσκέπτομαι, χορηγώ, δίνω, συμφωνία, προσφέρω, επίδομα, διοικώ, επιχορηγώ, καθιστώ, συγκατάθεση, απονέμω, κάνω, σκαμπίλι, φάπα, έχω γεύση, ράπισμα, ραπίζω
Переводы: παραδίνω, υποτροφία, εφαρμόζω, συσκέπτομαι, χορηγώ, δίνω, συμφωνία, προσφέρω, επίδομα, διοικώ, επιχορηγώ, καθιστώ, συγκατάθεση, απονέμω, κάνω, σκαμπίλι, φάπα, έχω γεύση, ράπισμα, ραπίζω