Накаленный на греческом языке
Перевод: накаленный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
βίαιος, επιτακτικός, σφοδρός, έντονος, τεντωμένος, εντατικός, καυτός, επίπονος, πυρακτώσεως, πυράκτωσης, πυράκτωσης των, πυρακτωμένο, φωτισμού
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: накаленный
раскаленный синоним, накаленный катод, накаленный значение, накаленный словарь иностранных слов греческий, накаленный на греческом языке
Переводы
- наказывать на греческом языке - κολάζω, επιπλήττω, νικώ, μαστιγώνω, μαστίζω, τιμωρώ, έρχομαι, ...
- накал на греческом языке - ένταση, λάμψη, λάμπουν, λάμπει, ανάβουν, πυράκτωσης
- накаливание на греческом языке - φωτοβολία, λευκοπύρωση, incandescence, πυράκτωσή, πυράκτωση
- накаливать на греческом языке - θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη, nakalivat
Случайные слова
Накаленный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: βίαιος, επιτακτικός, σφοδρός, έντονος, τεντωμένος, εντατικός, καυτός, επίπονος, πυρακτώσεως, πυράκτωσης, πυράκτωσης των, πυρακτωμένο, φωτισμού
Переводы: βίαιος, επιτακτικός, σφοδρός, έντονος, τεντωμένος, εντατικός, καυτός, επίπονος, πυρακτώσεως, πυράκτωσης, πυράκτωσης των, πυρακτωμένο, φωτισμού