Накладка на греческом языке
Перевод: накладка, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διακόπτης, αλλαγή, αγκύλη, ιμάντας, αλλάζω, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: накладка
накладка на унитаз со ступенькой, накладка на стол, накладка на унитаз, накладка на бампер, накладка на ремень безопасности, накладка словарь иностранных слов греческий, накладка на греческом языке
Переводы
- накипеть на греческом языке - κλιμάκωση, κλίμακα, κλίμακας, λέπι, nakipet
- накипь на греческом языке - κλίμακας, επαναθέτω, αφρίζω, κασίδα, τρίχωμα, κλίμακα, γλίτσα, ...
- накладная на греческом языке - ράμφος, λογαριασμός, νομοσχέδιο, φορτωτική, φορτωτικής, της φορτωτικής, ενιαίας φορτωτικής που
- накладной на греческом языке - ψευδής, αναληθής, πρόσθετος, λάθος, ψεύτικος, επιπρόσθετος, αποστολή, ...
Случайные слова
Накладка на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διακόπτης, αλλαγή, αγκύλη, ιμάντας, αλλάζω, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
Переводы: διακόπτης, αλλαγή, αγκύλη, ιμάντας, αλλάζω, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου